Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεθάφτω — βλ. ξεθάβω … Dictionary of Greek
ξεθάβω — και ξεθάφτω και ξεθάπτω 1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή 2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;») … Dictionary of Greek